- καβουράκι
- τό1) рачок; маленький краб; 2) мужская шляпа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καβουράκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 24 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην κοιλάδα του ποταμού Ευρώτα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρίδος. * * * το 1. μικρός κάβουρας 2. ανδρικό… … Dictionary of Greek
καβουράκι — το 1.ο μικρός κάβουρας. 2. καπέλο με γείσο γύρω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… … Wikipedia